- ληστοσυμμορία
- ησυμμορία ληστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Επ. Κ. Κυριακίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληστοσυμμορία — η συμμορία ληστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ληστοσυμμορίτης — ο μέλος συμμορίας ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοσυμμορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές … Dictionary of Greek
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek